- σκορποχώρι
- και σκροποχώρι, το, Ν1. έλλειψη τάξης και οργάνωσης2. (συν. φρ.) «έγιναν σκορποχώρι»μτφ. (για πλήθος προσ. ή ζώων) διαλύθηκαν, διασκορπίστηκαν εντελώς, εξαφανίστηκαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + -χώρι (< χωρίον), πρβλ. κεφαλο-χώρι].
Dictionary of Greek. 2013.