σκορποχώρι

σκορποχώρι
και σκροποχώρι, το, Ν
1. έλλειψη τάξης και οργάνωσης
2. (συν. φρ.) «έγιναν σκορποχώρι»
μτφ. (για πλήθος προσ. ή ζώων) διαλύθηκαν, διασκορπίστηκαν εντελώς, εξαφανίστηκαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + -χώρι (< χωρίον), πρβλ. κεφαλο-χώρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκορποχώρι — το διάλυση: Αυτή η οικογένεια έγινε σκορποχώρι, διαλύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκροποχώρι — το, Ν βλ. σκορποχώρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”